αστειότητα
Greek
Etymology
From Koine Greek ἀστειότης (asteiótēs), equivalent to αστείος (asteíos, “funny, humorous”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
αστειότητα • (asteiótita) f (plural αστειότητες)
- frivolity, humorousness, jocularity
- Synonym: αρλεκινισμός (arlekinismós)
- (chiefly in plural) nonsense, rubbish, poppycock
Declension
(frivolity):
αστειότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αστειότητα • |
genitive | αστειότητας • |
accusative | αστειότητα • |
vocative | αστειότητα • |
(nonsense):
declension of αστειότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αστειότητα • | αστειότητες • |
genitive | αστειότητας • | αστειοτήτων • |
accusative | αστειότητα • | αστειότητες • |
vocative | αστειότητα • | αστειότητες • |
Related terms
- see: αστείο n (asteío, “joke”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.