αστείος
See also: ἀστεῖος
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek ἀστεῖος (asteîos).
Adjective
Declension
Declension of αστείος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστείος • | αστεία • | αστείο • | αστείοι • | αστείες • | αστεία • |
genitive | αστείου • | αστείας • | αστείου • | αστείων • | αστείων • | αστείων • |
accusative | αστείο • | αστεία • | αστείο • | αστείους • | αστείες • | αστεία • |
vocative | αστείε • | αστεία • | αστείο • | αστείοι • | αστείες • | αστεία • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστείος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστείος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστειότερος • | αστειότερη • | αστειότερο • | αστειότεροι • | αστειότερες • | αστειότερα • |
genitive | αστειότερου • | αστειότερης • | αστειότερου • | αστειότερων • | αστειότερων • | αστειότερων • |
accusative | αστειότερο • | αστειότερη • | αστειότερο • | αστειότερους • | αστειότερες • | αστειότερα • |
vocative | αστειότερε • | αστειότερη • | αστειότερο • | αστειότεροι • | αστειότερες • | αστειότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αστειότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστειότατος • | αστειότατη • | αστειότατο • | αστειότατοι • | αστειότατες • | αστειότατα • |
genitive | αστειότατου • | αστειότατης • | αστειότατου • | αστειότατων • | αστειότατων • | αστειότατων • |
accusative | αστειότατο • | αστειότατη • | αστειότατο • | αστειότατους • | αστειότατες • | αστειότατα • |
vocative | αστειότατε • | αστειότατη • | αστειότατο • | αστειότατοι • | αστειότατες • | αστειότατα • |
Synonyms
- (trivial): ασήμαντος (asímantos)
- (laughable): καταγέλαστος (katagélastos)
Related terms
- see: αστείο n (asteío, “joke”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.