αρλεκινισμός
Greek
Noun
αρλεκινισμός • (arlekinismós) m (usually uncountable, plural αρλεκινισμοί)
- harlequinery, harlequinesque behaviour
- clowning
- Synonym: αστειότητα (asteiótita)
Declension
declension of αρλεκινισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αρλεκινισμός • | αρλεκινισμοί • |
genitive | αρλεκινισμού • | αρλεκινισμών • |
accusative | αρλεκινισμό • | αρλεκινισμούς • |
vocative | αρλεκινισμέ • | αρλεκινισμοί • |
Related terms
- αρλεκίνος m (arlekínos, “harlequin”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.