αποστηθίζω
See also: ἀποστηθίζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek ᾰ̓ποστηθῐ́ζω (apostēthízō)[1][2] or from Mediaeval,[3] from Hellenistic expression ἀπὸ στήθους (apò stḗthous), see από στήθους (apó stíthous, “by heart”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.stiˈθi.zo/
- Hyphenation: α‧πο‧στη‧θί‧ζω
Verb
αποστηθίζω • (apostithízo) (past αποστήθισα, passive αποστηθίζομαι)
- to memorise (UK), memorize (US), learn by heart
- Synonym: απομνημονεύω (apomnimonévo)
Usage notes
Although passive forms (αποστηθίζομαι (apostithízomai)) are not mentioned in dictionaries of either modern nor ancient and mediaeval Greek, they may be formed chiefly in present[4], but also in simple past (αποστηθίστηκα) and passive perfect participle αποστηθισμένος (apostithisménos). Learned forms, as in the older inflection of ἀποστηθίζω.
Conjugation
αποστηθίζω αποστηθίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποστηθίζω | αποστηθίσω | αποστηθίζομαι | αποστηθιστώ, αποστηθισθώ |
2 sg | αποστηθίζεις | αποστηθίσεις | αποστηθίζεσαι | αποστηθιστείς, αποστηθισθείς |
3 sg | αποστηθίζει | αποστηθίσει | αποστηθίζεται | αποστηθιστεί, αποστηθισθεί |
1 pl | αποστηθίζουμε, [‑ομε] | αποστηθίσουμε, [‑ομε] | αποστηθιζόμαστε, {αποστηθιζόμεθα} | αποστηθιστούμε, αποστηθισθούμε |
2 pl | αποστηθίζετε | αποστηθίσετε | αποστηθίζεστε, {αποστηθίζεσθε} | αποστηθιστείτε, αποστηθισθείτε |
3 pl | αποστηθίζουν(ε) | αποστηθίσουν(ε) | αποστηθίζονται | αποστηθιστούν(ε), αποστηθισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποστήθιζα | αποστήθισα | αποστηθιζόμουν(α) | αποστηθίστηκα, αποστηθίσθηκα |
2 sg | αποστήθιζες | αποστήθισες | αποστηθιζόσουν(α) | αποστηθίστηκες, αποστηθίσθηκες |
3 sg | αποστήθιζε | αποστήθισε | αποστηθιζόταν(ε), (αποστηθίζετο), {απεστηθίζετο} | αποστηθίστηκε, αποστηθίσθηκε, {απεστηθίσθη} |
1 pl | αποστηθίζαμε | αποστηθίσαμε | αποστηθιζόμασταν, (‑όμαστε), {απεστηθιζόμεθα} | αποστηθιστήκαμε, αποστηθισθήκαμε |
2 pl | αποστηθίζατε | αποστηθίσατε | αποστηθιζόσασταν, (‑όσαστε), {απεστηθίζεσθε} | αποστηθιστήκατε, αποστηθισθήκατε |
3 pl | αποστήθιζαν, αποστηθίζαν(ε) | αποστήθισαν, αποστηθίσαν(ε) | αποστηθίζονταν, (αποστηθίζεντο), {απεστηθίζοντο} | αποστηθίστηκαν, αποστηθιστήκαν(ε), αποστηθίσθηκαν, {απεστηθίσθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποστηθίζω ➤ | θα αποστηθίσω ➤ | θα αποστηθίζομαι ➤ | θα αποστηθιστώ / αποστηθισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποστηθίζεις, … | θα αποστηθίσεις, … | θα αποστηθίζεσαι, … | θα αποστηθιστείς / αποστηθισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποστηθίσει έχω, έχεις, … αποστηθισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποστηθιστεί / αποστηθισθεί είμαι, είσαι, … αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποστηθίσει είχα, είχες, … αποστηθισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποστηθιστεί / αποστηθισθεί ήμουν, ήσουν, … αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποστηθίσει θα έχω, θα έχεις, … αποστηθισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποστηθιστεί / αποστηθισθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποστήθιζε | αποστήθισε | — | αποστηθίσου |
2 pl | αποστηθίζετε | αποστηθίστε | αποστηθίζεστε | αποστηθιστείτε, αποστηθισθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποστηθίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποστηθίσει ➤ | αποστηθισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποστηθίσει | αποστηθιστεί, αποστηθισθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms are rare in both modern and older phases of Greek. Cf. ἀποστηθίζω. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποστήθιση (apostíthisi, “memorisation”)
See also
- απέξω (apéxo, “by heart”, adverb)
References
- αποστηθίζω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αποστηθίζω - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
- αποστηθίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
Passive forms: chiefly in present
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.