αποκαλύπτω
See also: ἀποκαλύπτω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀποκᾰλύπτω (apokalúptō, “uncover, reveal”). By surface analysis, απο- (“un-”) + καλύπτω (“cover”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.kaˈli.pto/
- Hyphenation: α‧πο‧κα‧λύ‧πτω
Verb
αποκαλύπτω • (apokalýpto) (past αποκάλυψα, passive αποκαλύπτομαι)
Conjugation
αποκαλύπτω αποκαλύπτομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποκαλύπτω | αποκαλύψω | αποκαλύπτομαι | αποκαλυφθώ, αποκαλυφτώ1 |
2 sg | αποκαλύπτεις | αποκαλύψεις | αποκαλύπτεσαι | αποκαλυφθείς, αποκαλυφτείς |
3 sg | αποκαλύπτει | αποκαλύψει | αποκαλύπτεται | αποκαλυφθεί, αποκαλυφτεί |
1 pl | αποκαλύπτουμε, [‑ομε] | αποκαλύψουμε, [‑ομε] | αποκαλυπτόμαστε | αποκαλυφθούμε, αποκαλυφτούμε |
2 pl | αποκαλύπτετε | αποκαλύψετε | αποκαλύπτεστε, {αποκαλύπτεσθε}, αποκαλυπτόσαστε | αποκαλυφθείτε, αποκαλυφτείτε |
3 pl | αποκαλύπτουν(ε) | αποκαλύψουν(ε) | αποκαλύπτονται | αποκαλυφθούν(ε), αποκαλυφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποκάλυπτα | αποκάλυψα | αποκαλυπτόμουν(α) | αποκαλύφθηκα, αποκαλύφτηκα1 |
2 sg | αποκάλυπτες | αποκάλυψες | αποκαλυπτόσουν(α) | αποκαλύφθηκες, αποκαλύφτηκες |
3 sg | αποκάλυπτε | αποκάλυψε | αποκαλυπτόταν(ε) | αποκαλύφθηκε, αποκαλύφτηκε, {απεκαλύφθη} |
1 pl | αποκαλύπταμε | αποκαλύψαμε | αποκαλυπτόμασταν, (‑όμαστε) | αποκαλυφθήκαμε, αποκαλυφτήκαμε |
2 pl | αποκαλύπτατε | αποκαλύψατε | αποκαλυπτόσασταν, (‑όσαστε) | αποκαλυφθήκατε, αποκαλυφτήκατε |
3 pl | αποκάλυπταν, αποκαλύπταν(ε) | αποκάλυψαν, αποκαλύψαν(ε) | αποκαλύπτονταν, (αποκαλυπτόντουσαν) | αποκαλύφθηκαν, αποκαλύφτηκαν, αποκαλυφτήκαν(ε), {απεκαλύφθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποκαλύπτω ➤ | θα αποκαλύψω ➤ | θα αποκαλύπτομαι ➤ | θα αποκαλυφθώ / αποκαλυφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποκαλύπτεις, … | θα αποκαλύψεις, … | θα αποκαλύπτεσαι, … | θα αποκαλυφθείς / αποκαλυφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποκαλύψει | έχω, έχεις, … αποκαλυφθεί / αποκαλυφτεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποκαλύψει | είχα, είχες, … αποκαλυφθεί / αποκαλυφτεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποκαλύψει | θα έχω, θα έχεις, … αποκαλυφθεί / αποκαλυφτεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποκάλυπτε | αποκάλυψε | — | αποκαλύψου |
2 pl | αποκαλύπτετε | αποκαλύψτε | αποκαλύπτεστε, {αποκαλύπτεσθε} | αποκαλυφθείτε, αποκαλυφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποκαλύπτοντας ➤ | αποκαλυπτόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποκαλύψει ➤ | [αποκαλυμμένος,‑-η,‑-ο] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποκαλύψει | αποκαλυφθεί, αποκαλυφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. All passive forms with -φθ- are more formal but common. Forms with -φτ- are colloquial. • Also, formal passive past participle αποκαλυφθείς (apokalyftheís), αποκαλυφθείσα, αποκαλυφθέν • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- ξεσκεπάζω (xeskepázo)
Related terms
- αποκαλυπτήρια n pl (apokalyptíria, “unveiling”)
- αποκαλυπτήριος (apokalyptírios, “revelation”, adjective)
- αποκαλυπτικός (apokalyptikós, “revealing”, adjective)
- αποκαλυφθείς (apokalyftheís, past passive participle) (learned), αποκαλυφθείσα (apokalyftheísa), αποκαλυφθέν (apokalyfthén)
- αποκάλυψη f (apokálypsi, “revelation”)
- and see: καλύπτω (kalýpto, “to cover”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.