αποθησαυρίζω
Greek
Verb
αποθησαυρίζω • (apothisavrízo) (past αποθησαύρισα, passive αποθησαυρίζομαι)
Conjugation
αποθησαυρίζω αποθησαυρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποθησαυρίζω | αποθησαυρίσω | αποθησαυρίζομαι | αποθησαυριστώ |
2 sg | αποθησαυρίζεις | αποθησαυρίσεις | αποθησαυρίζεσαι | αποθησαυριστείς |
3 sg | αποθησαυρίζει | αποθησαυρίσει | αποθησαυρίζεται | αποθησαυριστεί |
1 pl | αποθησαυρίζουμε, [‑ομε] | αποθησαυρίσουμε, [‑ομε] | αποθησαυρισόμαστε | αποθησαυριστούμε |
2 pl | αποθησαυρίζετε | αποθησαυρίσετε | αποθησαυρίζεστε, αποθησαυρισόσαστε | αποθησαυριστείτε |
3 pl | αποθησαυρίζουν(ε) | αποθησαυρίσουν(ε) | αποθησαυρίζονται | αποθησαυριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποθησαύριζα | αποθησαύρισα | αποθησαυρισόμουν(α) | αποθησαυρίστηκα |
2 sg | αποθησαύριζες | αποθησαύρισες | αποθησαυρισόσουν(α) | αποθησαυρίστηκες |
3 sg | αποθησαύριζε | αποθησαύρισε | αποθησαυρισόταν(ε) | αποθησαυρίστηκε |
1 pl | αποθησαυρίζαμε | αποθησαυρίσαμε | αποθησαυρισόμασταν, (‑όμαστε) | αποθησαυριστήκαμε |
2 pl | αποθησαυρίζατε | αποθησαυρίσατε | αποθησαυρισόσασταν, (‑όσαστε) | αποθησαυριστήκατε |
3 pl | αποθησαύριζαν, αποθησαυρίζαν(ε) | αποθησαύρισαν, αποθησαυρίσαν(ε) | αποθησαυρίζονταν, (αποθησαυρισόντουσαν) | αποθησαυρίστηκαν, αποθησαυριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποθησαυρίζω ➤ | θα αποθησαυρίσω ➤ | θα αποθησαυρίζομαι ➤ | θα αποθησαυριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποθησαυρίζεις, … | θα αποθησαυρίσεις, … | θα αποθησαυρίζεσαι, … | θα αποθησαυριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποθησαυρίσει έχω, έχεις, … αποθησαυρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποθησαυριστεί είμαι, είσαι, … αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποθησαυρίσει είχα, είχες, … αποθησαυρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποθησαυριστεί ήμουν, ήσουν, … αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποθησαυρίσει θα έχω, θα έχεις, … αποθησαυρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποθησαυριστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποθησαύριζε | αποθησαύρισε | — | αποθησαυρίσου |
2 pl | αποθησαυρίζετε | αποθησαυρίστε | αποθησαυρίζεστε | αποθησαυριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποθησαυρίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποθησαυρίσει ➤ | αποθησαυρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποθησαυρίσει | αποθησαυριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- αποθηκεύω (apothikévo, “store, save”)
Related terms
- αποθησαύριση f (apothisávrisi, “hoarding, amassing”)
- αποθησαύρισμα n (apothisávrisma, “hoarding, amassing”)
- αποθησαυρισμός m (apothisavrismós, “hoarding, amassing”)
- αποθησαυριστικός (apothisavristikós, “hoarding”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.