αποδεκατίζω
Greek
Verb
αποδεκατίζω • (apodekatízo) (past αποδεκάτισα, passive αποδεκατίζομαι)
- (historical) to decimate (Roman empire)
- to inflict heavy casualties
Conjugation
αποδεκατίζω αποδεκατίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποδεκατίζω | αποδεκατίσω | αποδεκατίζομαι | αποδεκατιστώ |
2 sg | αποδεκατίζεις | αποδεκατίσεις | αποδεκατίζεσαι | αποδεκατιστείς |
3 sg | αποδεκατίζει | αποδεκατίσει | αποδεκατίζεται | αποδεκατιστεί |
1 pl | αποδεκατίζουμε, [‑ομε] | αποδεκατίσουμε, [‑ομε] | αποδεκατιζόμαστε | αποδεκατιστούμε |
2 pl | αποδεκατίζετε | αποδεκατίσετε | αποδεκατίζεστε, αποδεκατιζόσαστε | αποδεκατιστείτε |
3 pl | αποδεκατίζουν(ε) | αποδεκατίσουν(ε) | αποδεκατίζονται | αποδεκατιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αποδεκάτιζα | αποδεκάτισα | αποδεκατιζόμουν(α) | αποδεκατίστηκα |
2 sg | αποδεκάτιζες | αποδεκάτισες | αποδεκατιζόσουν(α) | αποδεκατίστηκες |
3 sg | αποδεκάτιζε | αποδεκάτισε | αποδεκατιζόταν(ε) | αποδεκατίστηκε |
1 pl | αποδεκατίζαμε | αποδεκατίσαμε | αποδεκατιζόμασταν, (‑όμαστε) | αποδεκατιστήκαμε |
2 pl | αποδεκατίζατε | αποδεκατίσατε | αποδεκατιζόσασταν, (‑όσαστε) | αποδεκατιστήκατε |
3 pl | αποδεκάτιζαν, αποδεκατίζαν(ε) | αποδεκάτισαν, αποδεκατίσαν(ε) | αποδεκατίζονταν, (αποδεκατιζόντουσαν) | αποδεκατίστηκαν, αποδεκατιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποδεκατίζω ➤ | θα αποδεκατίσω ➤ | θα αποδεκατίζομαι ➤ | θα αποδεκατιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποδεκατίζεις, … | θα αποδεκατίσεις, … | θα αποδεκατίζεσαι, … | θα αποδεκατιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποδεκατίσει έχω, έχεις, … αποδεκατισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποδεκατιστεί είμαι, είσαι, … αποδεκατισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποδεκατίσει είχα, είχες, … αποδεκατισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποδεκατιστεί ήμουν, ήσουν, … αποδεκατισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποδεκατίσει θα έχω, θα έχεις, … αποδεκατισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποδεκατιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποδεκατισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αποδεκάτιζε | αποδεκάτισε | — | αποδεκατίσου |
2 pl | αποδεκατίζετε | αποδεκατίστε | αποδεκατίζεστε | αποδεκατιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποδεκατίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποδεκατίσει ➤ | αποδεκατισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αποδεκατίσει | αποδεκατιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποδεκάτισμα n (apodekátisma, “decimation”)
- αποδεκατισμός m (apodekatismós, “decimation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.