απογαλακτίζω
Greek
Verb
απογαλακτίζω • (apogalaktízo) (past απογαλάκτισα, passive απογαλακτίζομαι, ppp απογαλακτισμένος)
Conjugation
απογαλακτίζω απογαλακτίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | απογαλακτίζω | απογαλακτίσω | απογαλακτίζομαι | απογαλακτιστώ |
2 sg | απογαλακτίζεις | απογαλακτίσεις | απογαλακτίζεσαι | απογαλακτιστείς |
3 sg | απογαλακτίζει | απογαλακτίσει | απογαλακτίζεται | απογαλακτιστεί |
1 pl | απογαλακτίζουμε, [‑ομε] | απογαλακτίσουμε, [‑ομε] | απογαλακτισόμαστε | απογαλακτιστούμε |
2 pl | απογαλακτίζετε | απογαλακτίσετε | απογαλακτίζεστε, απογαλακτισόσαστε | απογαλακτιστείτε |
3 pl | απογαλακτίζουν(ε) | απογαλακτίσουν(ε) | απογαλακτίζονται | απογαλακτιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απογαλάκτιζα | απογαλάκτισα | απογαλακτισόμουν(α) | απογαλακτίστηκα |
2 sg | απογαλάκτιζες | απογαλάκτισες | απογαλακτισόσουν(α) | απογαλακτίστηκες |
3 sg | απογαλάκτιζε | απογαλάκτισε | απογαλακτισόταν(ε) | απογαλακτίστηκε |
1 pl | απογαλακτίζαμε | απογαλακτίσαμε | απογαλακτισόμασταν, (‑όμαστε) | απογαλακτιστήκαμε |
2 pl | απογαλακτίζατε | απογαλακτίσατε | απογαλακτισόσασταν, (‑όσαστε) | απογαλακτιστήκατε |
3 pl | απογαλάκτιζαν, απογαλακτίζαν(ε) | απογαλάκτισαν, απογαλακτίσαν(ε) | απογαλακτίζονταν, (απογαλακτισόντουσαν) | απογαλακτίστηκαν, απογαλακτιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα απογαλακτίζω ➤ | θα απογαλακτίσω ➤ | θα απογαλακτίζομαι ➤ | θα απογαλακτιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα απογαλακτίζεις, … | θα απογαλακτίσεις, … | θα απογαλακτίζεσαι, … | θα απογαλακτιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … απογαλακτίσει έχω, έχεις, … απογαλακτισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … απογαλακτιστεί είμαι, είσαι, … απογαλακτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … απογαλακτίσει είχα, είχες, … απογαλακτισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … απογαλακτιστεί ήμουν, ήσουν, … απογαλακτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … απογαλακτίσει θα έχω, θα έχεις, … απογαλακτισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … απογαλακτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … απογαλακτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απογαλάκτιζε | απογαλάκτισε | — | απογαλακτίσου |
2 pl | απογαλακτίζετε | απογαλακτίστε | απογαλακτίζεστε | απογαλακτιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | απογαλακτίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας απογαλακτίσει ➤ | απογαλακτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | απογαλακτίσει | απογαλακτιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.