ανταμείβω
See also: ἀνταμείβω
Greek
Etymology
Inherited from Byzantine Greek ἀνταμείβω (antameíbō), from the mediopassive verb of Ancient Greek ἀνταμείβομαι (antameíbomai, “give back in exchange”). Morphologically, from αντ- (αντι-) (ant- (anti-), “counter”) + αμείβω (ameívo, “pay, compensate”).
Pronunciation
- IPA(key): /an.daˈmi.vo/
- Hyphenation: α‧ντα‧μεί‧βω
Verb
ανταμείβω • (antameívo) (past αντάμειψα, passive ανταμείβομαι, p‑past ανταμείφθηκα/ανταμείφτηκα)
- to reward
Conjugation
ανταμείβω ανταμείβομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανταμείβω | ανταμείψω | ανταμείβομαι | ανταμειφτώ, ανταμειφθώ1 |
2 sg | ανταμείβεις | ανταμείψεις | ανταμείβεσαι | ανταμειφτείς, ανταμειφθείς |
3 sg | ανταμείβει | ανταμείψει | ανταμείβεται | ανταμειφτεί, ανταμειφθεί |
1 pl | ανταμείβουμε, [‑ομε] | ανταμείψουμε, [‑ομε] | ανταμειβόμαστε | ανταμειφτούμε, ανταμειφθούμε |
2 pl | ανταμείβετε | ανταμείψετε | ανταμείβεστε, ανταμειβόσαστε | ανταμειφτείτε, ανταμειφθείτε |
3 pl | ανταμείβουν(ε) | ανταμείψουν(ε) | ανταμείβονται | ανταμειφτούν(ε), ανταμειφθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αντάμειβα | αντάμειψα | ανταμειβόμουν(α) | ανταμείφτηκα, ανταμείφθηκα1 |
2 sg | αντάμειβες | αντάμειψες | ανταμειβόσουν(α) | ανταμείφτηκες, ανταμείφθηκες |
3 sg | αντάμειβε | αντάμειψε | ανταμειβόταν(ε) | ανταμείφτηκε, ανταμείφθηκε |
1 pl | ανταμείβαμε | ανταμείψαμε | ανταμειβόμασταν, (‑όμαστε) | ανταμειφτήκαμε, ανταμειφθήκαμε |
2 pl | ανταμείβατε | ανταμείψατε | ανταμειβόσασταν, (‑όσαστε) | ανταμειφτήκατε, ανταμειφθήκατε |
3 pl | αντάμειβαν, ανταμείβαν(ε) | αντάμειψαν, ανταμείψαν(ε) | ανταμείβονταν, (ανταμειβόντουσαν) | ανταμείφτηκαν, ανταμειφτήκαν(ε), ανταμείφθηκαν, ανταμειφθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανταμείβω ➤ | θα ανταμείψω ➤ | θα ανταμείβομαι ➤ | θα ανταμειφτώ / ανταμειφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανταμείβεις, … | θα ανταμείψεις, … | θα ανταμείβεσαι, … | θα ανταμειφτείς / ανταμειφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανταμείψει | έχω, έχεις, … ανταμειφτεί / ανταμειφθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανταμείψει | είχα, είχες, … ανταμειφτεί / ανταμειφθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανταμείψει | θα έχω, θα έχεις, … ανταμειφτεί / ανταμειφθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αντάμειβε | αντάμειψε | — | ανταμείψου |
2 pl | ανταμείβετε | ανταμείψτε | ανταμείβεστε | ανταμειφτείτε, ανταμειφθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανταμείβοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανταμείψει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | ανταμείψει | ανταμειφτεί, ανταμειφθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. All passive forms with -φτ- are colloquial and with -φθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
Further reading
- ανταμείβω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ανταμείβω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.