αναστηλώνω
See also: αναστυλώνω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.stiˈlo.no/
- Hyphenation: α‧να‧στη‧λώ‧νω
- Homophone: αναστυλώνω (anastylóno)
Verb
αναστηλώνω • (anastilóno) (past αναστήλωσα, passive αναστηλώνομαι)
- to restore, reconstruct, rebuild
Conjugation
αναστηλώνω αναστηλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναστηλώνω | αναστηλώσω | αναστηλώνομαι | αναστηλωθώ |
2 sg | αναστηλώνεις | αναστηλώσεις | αναστηλώνεσαι | αναστηλωθείς |
3 sg | αναστηλώνει | αναστηλώσει | αναστηλώνεται | αναστηλωθεί |
1 pl | αναστηλώνουμε, [‑ομε] | αναστηλώσουμε, [‑ομε] | αναστηλωνόμαστε | αναστηλωθούμε |
2 pl | αναστηλώνετε | αναστηλώσετε | αναστηλώνεστε, αναστηλωνόσαστε | αναστηλωθείτε |
3 pl | αναστηλώνουν(ε) | αναστηλώσουν(ε) | αναστηλώνονται | αναστηλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αναστήλωνα | αναστήλωσα | αναστηλωνόμουν(α) | αναστηλώθηκα |
2 sg | αναστήλωνες | αναστήλωσες | αναστηλωνόσουν(α) | αναστηλώθηκες |
3 sg | αναστήλωνε | αναστήλωσε | αναστηλωνόταν(ε) | αναστηλώθηκε |
1 pl | αναστηλώναμε | αναστηλώσαμε | αναστηλωνόμασταν, (‑όμαστε) | αναστηλωθήκαμε |
2 pl | αναστηλώνατε | αναστηλώσατε | αναστηλωνόσασταν, (‑όσαστε) | αναστηλωθήκατε |
3 pl | αναστήλωναν, αναστηλώναν(ε) | αναστήλωσαν, αναστηλώσαν(ε) | αναστηλώνονταν, (αναστηλωνόντουσαν) | αναστηλώθηκαν, αναστηλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναστηλώνω ➤ | θα αναστηλώσω ➤ | θα αναστηλώνομαι ➤ | θα αναστηλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναστηλώνεις, … | θα αναστηλώσεις, … | θα αναστηλώνεσαι, … | θα αναστηλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναστηλώσει έχω, έχεις, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναστηλωθεί είμαι, είσαι, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναστηλώσει είχα, είχες, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναστηλωθεί ήμουν, ήσουν, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναστηλώσει θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αναστήλωνε | αναστήλωσε | — | αναστηλώσου |
2 pl | αναστηλώνετε | αναστηλώστε | αναστηλώνεστε | αναστηλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναστηλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναστηλώσει ➤ | αναστηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναστηλώσει | αναστηλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αναστήλωση f (anastílosi, “restoration”)
- αναστηλωτής m (anastilotís, “restorer”)
- αναστηλώτρια f (anastilótria, “restorer”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.