ανακρούω
See also: ἀνακρούω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ᾰ̓νᾰκρούω (“push back”). Sense 1 since Hellenistic times. Morphologically, from ανα- + κρούω (“strike”).
Pronunciation
- IPA(key): /anaˈkruo/
- Hyphenation: α‧να‧κρού‧ω
Verb
ανακρούω • (anakroúo) (past ανέκρουσα, passive ανακρούομαι)
Conjugation
ανακρούω ανακρούομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακρούω | ανακρούσω | ανακρούομαι | ανακρουστώ, {ανακρουσθώ}1 |
2 sg | ανακρούεις | ανακρούσεις | ανακρούεσαι | ανακρουστείς, ανακρουσθείς |
3 sg | ανακρούει | ανακρούσει | ανακρούεται | ανακρουστεί, ανακρουσθεί |
1 pl | ανακρούουμε, [‑ομε] | ανακρούσουμε, [‑ομε] | ανακρουόμαστε | ανακρουστούμε, ανακρουσθούμε |
2 pl | ανακρούετε | ανακρούσετε | ανακρούεστε, ανακρουόσαστε | ανακρουστείτε, ανακρουσθείτε |
3 pl | ανακρούουν(ε) | ανακρούσουν(ε) | ανακρούονται | ανακρουστούν(ε), ανακρουσθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανέκρουα | ανέκρουσα | ανακρουόμουν(α) | ανακρούστηκα, {ανακρούσθηκα}1 |
2 sg | ανέκρουες | ανέκρουσες | ανακρουόσουν(α) | ανακρούστηκες, ανακρούσθηκες |
3 sg | ανέκρουε | ανέκρουσε | ανακρουόταν(ε) | ανακρούστηκε, ανακρούσθηκε |
1 pl | ανακρούαμε | ανακρούσαμε | ανακρουόμασταν, (‑όμαστε) | ανακρουστήκαμε, ανακρουσθήκαμε |
2 pl | ανακρούατε | ανακρούσατε | ανακρουόσασταν, (‑όσαστε) | ανακρουστήκατε, ανακρουσθήκατε |
3 pl | ανέκρουαν, ανακρούαν(ε) | ανέκρουσαν, ανακρούσαν(ε) | ανακρούονταν, (ανακρουόντουσαν) | ανακρούστηκαν, ανακρουστήκαν(ε), ανακρούσθηκαν, ανακρουσθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακρούω ➤ | θα ανακρούσω ➤ | θα ανακρούομαι ➤ | θα ανακρουστώ / ανακρουσθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακρούεις, … | θα ανακρούσεις, … | θα ανακρούεσαι, … | θα ανακρουστείς / ανακρουσθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακρούσει | έχω, έχεις, … ανακρουστεί / ανακρουσθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακρούσει | είχα, είχες, … ανακρουστεί / ανακρουσθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακρούσει | θα έχω, θα έχεις, … ανακρουστεί / ανακρουσθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανάκρουε | ανάκρουσε | — | ανακρούσου |
2 pl | ανακρούετε | ανακρούστε | ανακρούεστε | ανακρουστείτε, ανακρουσθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακρούοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακρούσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | ανακρούσει | ανακρουστεί, ανακρουσθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
Related terms
- ανάκρουση f (anákrousi, “performance of music; recoil, reversing”)
- ανάκρουσμα n (anákrousma, “performance of music; recoil, reversing”)
- προανάκρουσμα n (proanákrousma, “(literally: prelude) forerunner”)
- and see: κρούω (kroúo, “strike”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.