ανακαινίζω
See also: ἀνακαινίζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.ceˈni.zo/
- Hyphenation: α‧να‧και‧νί‧ζω
Verb
ανακαινίζω • (anakainízo) (past ανακαίνισα, passive ανακαινίζομαι, ppp ανακαινισμένος)
- to renovate, refurbish (especially a building)
- to recondition (engine, furniture, etc)
Conjugation
ανακαινίζω ανακαινίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ανακαινίζω | ανακαινίσω | ανακαινίζομαι | ανακαινιστώ |
2 sg | ανακαινίζεις | ανακαινίσεις | ανακαινίζεσαι | ανακαινιστείς |
3 sg | ανακαινίζει | ανακαινίσει | ανακαινίζεται | ανακαινιστεί |
1 pl | ανακαινίζουμε, [‑ομε] | ανακαινίσουμε, [‑ομε] | ανακαινιζόμαστε | ανακαινιστούμε |
2 pl | ανακαινίζετε | ανακαινίσετε | ανακαινίζεστε, ανακαινιζόσαστε | ανακαινιστείτε |
3 pl | ανακαινίζουν(ε) | ανακαινίσουν(ε) | ανακαινίζονται | ανακαινιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ανακαίνιζα | ανακαίνισα | ανακαινιζόμουν(α) | ανακαινίστηκα |
2 sg | ανακαίνιζες | ανακαίνισες | ανακαινιζόσουν(α) | ανακαινίστηκες |
3 sg | ανακαίνιζε | ανακαίνισε | ανακαινιζόταν(ε) | ανακαινίστηκε |
1 pl | ανακαινίζαμε | ανακαινίσαμε | ανακαινιζόμασταν, (‑όμαστε) | ανακαινιστήκαμε |
2 pl | ανακαινίζατε | ανακαινίσατε | ανακαινιζόσασταν, (‑όσαστε) | ανακαινιστήκατε |
3 pl | ανακαίνιζαν, ανακαινίζαν(ε) | ανακαίνισαν, ανακαινίσαν(ε) | ανακαινίζονταν, (ανακαινιζόντουσαν) | ανακαινίστηκαν, ανακαινιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ανακαινίζω ➤ | θα ανακαινίσω ➤ | θα ανακαινίζομαι ➤ | θα ανακαινιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακαινίζεις, … | θα ανακαινίσεις, … | θα ανακαινίζεσαι, … | θα ανακαινιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακαινίσει έχω, έχεις, … ανακαινισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακαινιστεί είμαι, είσαι, … ανακαινισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακαινίσει είχα, είχες, … ανακαινισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακαινιστεί ήμουν, ήσουν, … ανακαινισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακαινίσει θα έχω, θα έχεις, … ανακαινισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακαινιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακαινισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ανακαίνιζε | ανακαίνισε | — | ανακαινίσου |
2 pl | ανακαινίζετε | ανακαινίστε | ανακαινίζεστε | ανακαινιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ανακαινίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ανακαινίσει ➤ | ανακαινισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ανακαινίσει | ανακαινιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- ανανεώνω (ananeóno, “to renew”)
Related terms
- ανακαινισμένος (anakainisménos, participle)
- ανακαινιστικός (anakainistikós)
- and see: ανακαίνιση f (anakaínisi, “renovation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.