ακριβός
Greek
Etymology
From Late Koine Greek ἀκριβός (akribós, “valuable”), an alternative form of Ancient Greek ἀκριβής (akribḗs, “exact, accurate, precise”). Doublet of ακριβής (akrivís).
Pronunciation
- IPA(key): /akɾiˈvos/
- Hyphenation: α‧κρι‧βός
- Homophones: ακριβώς (akrivós, “exactly”)
Adjective
Declension
Declension of ακριβός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβός • | ακριβή • | ακριβό • | ακριβοί • | ακριβές • | ακριβά • |
genitive | ακριβού • | ακριβής • | ακριβού • | ακριβών • | ακριβών • | ακριβών • |
accusative | ακριβό • | ακριβή • | ακριβό • | ακριβούς • | ακριβές • | ακριβά • |
vocative | ακριβέ • | ακριβή • | ακριβό • | ακριβοί • | ακριβές • | ακριβά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακριβός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακριβός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβότερος • | ακριβότερη • | ακριβότερο • | ακριβότεροι • | ακριβότερες • | ακριβότερα • |
genitive | ακριβότερου • | ακριβότερης • | ακριβότερου • | ακριβότερων • | ακριβότερων • | ακριβότερων • |
accusative | ακριβότερο • | ακριβότερη • | ακριβότερο • | ακριβότερους • | ακριβότερες • | ακριβότερα • |
vocative | ακριβότερε • | ακριβότερη • | ακριβότερο • | ακριβότεροι • | ακριβότερες • | ακριβότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ακριβότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριβότατος • | ακριβότατη • | ακριβότατο • | ακριβότατοι • | ακριβότατες • | ακριβότατα • |
genitive | ακριβότατου • | ακριβότατης • | ακριβότατου • | ακριβότατων • | ακριβότατων • | ακριβότατων • |
accusative | ακριβότατο • | ακριβότατη • | ακριβότατο • | ακριβότατους • | ακριβότατες • | ακριβότατα • |
vocative | ακριβότατε • | ακριβότατη • | ακριβότατο • | ακριβότατοι • | ακριβότατες • | ακριβότατα • |
Antonyms
- φτηνός (ftinós, “cheap”)
Coordinate terms
- ακριβούτσικος (akrivoútsikos, “quite expensive”)
- πολύτιμος (polýtimos, “precious”)
Derived terms
- ακριβογιός m (akrivogiós, “only son, much loved son”)
See also
- compare with: ακριβώς (akrivós, “exactly”)
Further reading
- ακριβός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.