πολύτιμος
Greek
Adjective
πολύτιμος • (polýtimos) m (feminine πολύτιμη, neuter πολύτιμο)
Declension
Declension of πολύτιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολύτιμος • | πολύτιμη • | πολύτιμο • | πολύτιμοι • | πολύτιμες • | πολύτιμα • |
genitive | πολύτιμου • | πολύτιμης • | πολύτιμου • | πολύτιμων • | πολύτιμων • | πολύτιμων • |
accusative | πολύτιμο • | πολύτιμη • | πολύτιμο • | πολύτιμους • | πολύτιμες • | πολύτιμα • |
vocative | πολύτιμε • | πολύτιμη • | πολύτιμο • | πολύτιμοι • | πολύτιμες • | πολύτιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολύτιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολύτιμος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυτιμότερος • | πολυτιμότερη • | πολυτιμότερο • | πολυτιμότεροι • | πολυτιμότερες • | πολυτιμότερα • |
genitive | πολυτιμότερου • | πολυτιμότερης • | πολυτιμότερου • | πολυτιμότερων • | πολυτιμότερων • | πολυτιμότερων • |
accusative | πολυτιμότερο • | πολυτιμότερη • | πολυτιμότερο • | πολυτιμότερους • | πολυτιμότερες • | πολυτιμότερα • |
vocative | πολυτιμότερε • | πολυτιμότερη • | πολυτιμότερο • | πολυτιμότεροι • | πολυτιμότερες • | πολυτιμότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πολυτιμότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυτιμότατος • | πολυτιμότατη • | πολυτιμότατο • | πολυτιμότατοι • | πολυτιμότατες • | πολυτιμότατα • |
genitive | πολυτιμότατου • | πολυτιμότατης • | πολυτιμότατου • | πολυτιμότατων • | πολυτιμότατων • | πολυτιμότατων • |
accusative | πολυτιμότατο • | πολυτιμότατη • | πολυτιμότατο • | πολυτιμότατους • | πολυτιμότατες • | πολυτιμότατα • |
vocative | πολυτιμότατε • | πολυτιμότατη • | πολυτιμότατο • | πολυτιμότατοι • | πολυτιμότατες • | πολυτιμότατα • |
Coordinate terms
- ακριβός (akrivós, “expensive”)
Further reading
- πολύτιμος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.