μαλακισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of μαλακίζομαι (malakízomai), a passive deponent verb. From Ancient Greek μαλακίζομαι (malakízomai, “I show weakness, cowrdice”).
Pronunciation
- IPA(key): /ma.la.ciˈzme.nos/
- Hyphenation: μα‧λα‧κι‧σμέ‧νος
Participle
μαλακισμένος • (malakisménos) m (feminine μαλακισμένη, neuter μαλακισμένο)
- (colloquial, vulgar, literally) drowsy/lethargic from excessive masturbation
- (colloquial, vulgar, figuratively, mostly used like a noun) fucking, cunting, bloody; imbecilic, moronic, braindead
- Τι θέλει αυτός ο μαλακισμένος και μας ενοχλεί συνεχώς;
- Ti thélei aftós o malakisménos kai mas enochleí synechós?
- What does that fucking idiot want, always bothering us?
Declension
Declension of μαλακισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαλακισμένος • | μαλακισμένη • | μαλακισμένο • | μαλακισμένοι • | μαλακισμένες • | μαλακισμένα • |
genitive | μαλακισμένου • | μαλακισμένης • | μαλακισμένου • | μαλακισμένων • | μαλακισμένων • | μαλακισμένων • |
accusative | μαλακισμένο • | μαλακισμένη • | μαλακισμένο • | μαλακισμένους • | μαλακισμένες • | μαλακισμένα • |
vocative | μαλακισμένε • | μαλακισμένη • | μαλακισμένο • | μαλακισμένοι • | μαλακισμένες • | μαλακισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαλακισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαλακισμένος, etc.) |
Synonyms
- (fucking, cunting): καταραμένος (kataraménos, “cursed, blasted, damned”), γαμημένος (gamiménos, “fucking, bloody”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.