γαμημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of γαμιέμαι (gamiémai), passive voice of γαμάω- (gamáo-) / γαμώ (“to fuck”).
Pronunciation
- IPA(key): /ɣa.miˈme.nos/
- Hyphenation: γα‧μη‧μέ‧νος
Participle
γαμημένος • (gamiménos) m (feminine γαμημένη, neuter γαμημένο) (mainly functioning adjectivally)
Declension
Declension of γαμημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαμημένος • | γαμημένη • | γαμημένο • | γαμημένοι • | γαμημένες • | γαμημένα • |
genitive | γαμημένου • | γαμημένης • | γαμημένου • | γαμημένων • | γαμημένων • | γαμημένων • |
accusative | γαμημένο • | γαμημένη • | γαμημένο • | γαμημένους • | γαμημένες • | γαμημένα • |
vocative | γαμημένε • | γαμημένη • | γαμημένο • | γαμημένοι • | γαμημένες • | γαμημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαμημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαμημένος, etc.) |
Synonyms
- (fucked): πηδηγμένος (pidigménos)
- (fucking, bloody): αναθεματισμένος (anathematisménos, “damned”), καταραμένος (kataraménos)
Antonyms
- (antonym(s) of “fucked”): αγάμητος (agámitos), απήδηχτος (apídichtos), αβάτευτος (aváteftos), ακαλαφάτιστος (akalafátistos)
Derived terms
- καλογαμημένος (kalogamiménos)
- κακογαμημένος (kakogamiménos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.