κακογαμημένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ka.ko.ɣa.miˈme.nos/
- Hyphenation: κα‧κο‧γα‧μη‧μέ‧νος
Participle
κακογαμημένος • (kakogamiménos) m (feminine κακογαμημένη, neuter κακογαμημένο)
- (colloquial, vulgar) badly-fucked (fucked in an unsatisfying, inadequate way)
- Αυτή ποτέ δεν χαμογελάει. Πρέπει να είναι κακογαμημένη από τον άντρα της.
- Aftí poté den chamogeláei. Prépei na eínai kakogamiméni apó ton ántra tis.
- She never smiles. She must be being inadequately fucked by her husband.
Declension
Declension of κακογαμημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακογαμημένος • | κακογαμημένη • | κακογαμημένο • | κακογαμημένοι • | κακογαμημένες • | κακογαμημένα • |
genitive | κακογαμημένου • | κακογαμημένης • | κακογαμημένου • | κακογαμημένων • | κακογαμημένων • | κακογαμημένων • |
accusative | κακογαμημένο • | κακογαμημένη • | κακογαμημένο • | κακογαμημένους • | κακογαμημένες • | κακογαμημένα • |
vocative | κακογαμημένε • | κακογαμημένη • | κακογαμημένο • | κακογαμημένοι • | κακογαμημένες • | κακογαμημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακογαμημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακογαμημένος, etc.) |
Antonyms
- καλογαμημένος (kalogamiménos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.