κομίζω

Ancient Greek

Etymology

From κομέω (koméō) + -ίζω (-ízō).

Pronunciation

 

Verb

κομίζω • (komízō)

  1. to take care of
  2. to carry, bring

Inflection

Derived terms

  • ἀνακομίζω (anakomízō)
  • ἀντεκκομίζω (antekkomízō)
  • ἀντικομίζω (antikomízō)
  • ἀποκομίζω (apokomízō)
  • διακομίζω (diakomízō)
  • εἰσκομίζω (eiskomízō)
  • ἐκκομίζω (ekkomízō)
  • ἐπανακομίζω (epanakomízō)
  • ἐπεισκομίζω (epeiskomízō)
  • ἐπικομίζω (epikomízō)
  • κατακομίζω (katakomízō)
  • μετακομίζω (metakomízō)
  • νεκροκομίζω (nekrokomízō)
  • παρακομίζω (parakomízō)
  • παρεισκομίζω (pareiskomízō)
  • περικομίζω (perikomízō)
  • προεκκομίζω (proekkomízō)
  • προκομίζω (prokomízō)
  • προσκομίζω (proskomízō)
  • συγκατακομίζω (sunkatakomízō)
  • συγκομίζω (sunkomízō)
  • συμπαρακομίζω (sumparakomízō)
  • συμπερικομίζω (sumperikomízō)
  • συνανακομίζω (sunanakomízō)
  • συναποκομίζω (sunapokomízō)
  • συνδιακομίζω (sundiakomízō)
  • συνεκκομίζω (sunekkomízō)
  • ὑπεκκομίζω (hupekkomízō)
  • ὑπερκομίζω (huperkomízō)
  • ὑποκομίζω (hupokomízō)

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek κομίζω (komízō, to carry, bring, convey).

Verb

κομίζω • (komízo) (past κόμισα)

  1. to bring, carry
    κομίζω γλαύκα εις Αθήναςkomízo gláfka eis Athínascarry coals to Newcastle (literally, “bring owls to Athens”)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.

Derived terms

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.