εφιαλτικός
See also: ἐφιαλτικός
Greek
Declension
Declension of εφιαλτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφιαλτικός • | εφιαλτική • | εφιαλτικό • | εφιαλτικοί • | εφιαλτικές • | εφιαλτικά • |
genitive | εφιαλτικού • | εφιαλτικής • | εφιαλτικού • | εφιαλτικών • | εφιαλτικών • | εφιαλτικών • |
accusative | εφιαλτικό • | εφιαλτική • | εφιαλτικό • | εφιαλτικούς • | εφιαλτικές • | εφιαλτικά • |
vocative | εφιαλτικέ • | εφιαλτική • | εφιαλτικό • | εφιαλτικοί • | εφιαλτικές • | εφιαλτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εφιαλτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εφιαλτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφιαλτικότερος • | εφιαλτικότερη • | εφιαλτικότερο • | εφιαλτικότεροι • | εφιαλτικότερες • | εφιαλτικότερα • |
genitive | εφιαλτικότερου • | εφιαλτικότερης • | εφιαλτικότερου • | εφιαλτικότερων • | εφιαλτικότερων • | εφιαλτικότερων • |
accusative | εφιαλτικότερο • | εφιαλτικότερη • | εφιαλτικότερο • | εφιαλτικότερους • | εφιαλτικότερες • | εφιαλτικότερα • |
vocative | εφιαλτικότερε • | εφιαλτικότερη • | εφιαλτικότερο • | εφιαλτικότεροι • | εφιαλτικότερες • | εφιαλτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εφιαλτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εφιαλτικότατος • | εφιαλτικότατη • | εφιαλτικότατο • | εφιαλτικότατοι • | εφιαλτικότατες • | εφιαλτικότατα • |
genitive | εφιαλτικότατου • | εφιαλτικότατης • | εφιαλτικότατου • | εφιαλτικότατων • | εφιαλτικότατων • | εφιαλτικότατων • |
accusative | εφιαλτικότατο • | εφιαλτικότατη • | εφιαλτικότατο • | εφιαλτικότατους • | εφιαλτικότατες • | εφιαλτικότατα • |
vocative | εφιαλτικότατε • | εφιαλτικότατη • | εφιαλτικότατο • | εφιαλτικότατοι • | εφιαλτικότατες • | εφιαλτικότατα • |
Related terms
- εφιάλτης m (efiáltis, “nightmare”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.