ευσεβής
Greek
Etymology
From Ancient Greek εὐσεβής (eusebḗs).
Pronunciation
- IPA(key): /efseˈvis/
- Hyphenation: ευ‧σε‧βής
- Homophone: ευσεβείς (efseveís)
Declension
Declension of ευσεβής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευσεβής • | ευσεβής • | ευσεβές • | ευσεβείς • | ευσεβείς • | ευσεβή • |
genitive | ευσεβούς • | ευσεβούς • | ευσεβούς • | ευσεβών • | ευσεβών • | ευσεβών • |
accusative | ευσεβή • | ευσεβή • | ευσεβές • | ευσεβείς • | ευσεβείς • | ευσεβή • |
vocative | ευσεβή • / ευσεβής • | ευσεβής • | ευσεβές • | ευσεβείς • | ευσεβείς • | ευσεβή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευσεβής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευσεβής, etc.) | |||||
notes | Vocative singular masc, fem: ευσεβή (or rare ευσεβής), neu: ευσεβές. Vocatives plural: as in nominative. |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευσεβέστερος • | ευσεβέστερη • | ευσεβέστερο • | ευσεβέστεροι • | ευσεβέστερες • | ευσεβέστερα • |
genitive | ευσεβέστερου • | ευσεβέστερης • | ευσεβέστερου • | ευσεβέστερων • | ευσεβέστερων • | ευσεβέστερων • |
accusative | ευσεβέστερο • | ευσεβέστερη • | ευσεβέστερο • | ευσεβέστερους • | ευσεβέστερες • | ευσεβέστερα • |
vocative | ευσεβέστερε • | ευσεβέστερη • | ευσεβέστερο • | ευσεβέστεροι • | ευσεβέστερες • | ευσεβέστερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευσεβέστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευσεβέστατος • | ευσεβέστατη • | ευσεβέστατο • | ευσεβέστατοι • | ευσεβέστατες • | ευσεβέστατα • |
genitive | ευσεβέστατου • | ευσεβέστατης • | ευσεβέστατου • | ευσεβέστατων • | ευσεβέστατων • | ευσεβέστατων • |
accusative | ευσεβέστατο • | ευσεβέστατη • | ευσεβέστατο • | ευσεβέστατους • | ευσεβέστατες • | ευσεβέστατα • |
vocative | ευσεβέστατε • | ευσεβέστατη • | ευσεβέστατο • | ευσεβέστατοι • | ευσεβέστατες • | ευσεβέστατα • |
Synonyms
- ευλαβής (evlavís, “pious, devout”)
- θεοσεβής (theosevís, “pious, godfearing”)
Related terms
- ευσέβαστος (efsévastos, “worthy of great respect”) (dated, formal)
- ευσεβάστως (efsevástos, “with extreme respect”, adverb) (dated, formal)
- ευσέβεια f (efséveia, “piousness”)
- Ευσέβιος m (Efsévios, “Eusebius”), Ευσεβία f (Efsevía, “Eusebia”) or Ευσεβεία f (“Eusebeia”)
- ευσεβισμός m (efsevismós, “Pietism”) & Ευσεβισμός
- ευσεβιστής m (efsevistís), ευσεβιστικός (efsevistikós, adjective), ευσεβιστικά (efsevistiká, adverb)
- ευσεβώς (efsevós, “piously”, adverb)
- and see: ασεβής (asevís, “disrespectful, impious”), θεοσεβής (theosevís, “godfearing”), σεβασμός m (sevasmós, “respect”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.