δύο τελείες
Greek
Noun
- (grammar, typography) The modern Greek colon ⟨:⟩.
- Synonyms: άνω και κάτω τελεία (áno kai káto teleía), άνω κάτω τελεία (áno káto teleía), (rare) διπλή τελεία (diplí teleía), (rare) διπλή στιγμή (diplí stigmí)
Usage notes
- This form of the colon is derived from the Latin colon and encoded identically in Unicode. It is used in approximately the same manner as the English colon (See Appendix:Greek punctuation) and should not be confused with the historical two dot punctuation ⁚ .
Coordinate terms
- . τελεία •
- , κόμμα •
- : δύο τελείες •
- · άνω τελεία •
- ; ερωτηματικό •
- ! θαυμαστικό •
- « » εισαγωγικά •
- " “ ” εισαγωγικά •
- ' ‘ ’ εισαγωγικά •
- ' ’ απόστροφος •
- ¨ διαλυτικά •
- ΄ τόνος •
- ‐ ενωτικό •
- — παύλα •
- … αποσιωπητικά •
- ( ) παρένθεση •
- [ ] αγκύλη •
- { } άγκιστρο •
- » : 〃 ομοιωματικά •
- see also: Greek Punctuation and Greek alphabet (Diacritics)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.