ατάλαντος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀτάλαντος (atálantos), equivalent to α- (a-, “un-”) + τάλαντο (tálanto, “talent, balance”). Modern sense has completely displaced the Koine Greek sense of “isobaric, straight”.
Pronunciation
- IPA(key): /aˈtalandos/
- Hyphenation: α‧τά‧λα‧ντος
Adjective
ατάλαντος • (atálantos) m (feminine ατάλαντη, neuter ατάλαντο)
- talentless, untalented (lacking in talent)
- Synonym: απροίκιστος (aproíkistos)
- Antonyms: (talented) ταλαντούχος (talantoúchos), (gifted) προικισμένος (proikisménos), (gifted) πεπροικισμένος (peproikisménos)
- Νομίζει ότι είναι σπουδαίος στο πιάνο αλλά είναι εντελώς ατάλαντος.
- Nomízei óti eínai spoudaíos sto piáno allá eínai entelós atálantos.
- He thinks he's great on the piano but he's completely talentless.
Declension
Declension of ατάλαντος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατάλαντος • | ατάλαντη • | ατάλαντο • | ατάλαντοι • | ατάλαντες • | ατάλαντα • |
genitive | ατάλαντου • | ατάλαντης • | ατάλαντου • | ατάλαντων • | ατάλαντων • | ατάλαντων • |
accusative | ατάλαντο • | ατάλαντη • | ατάλαντο • | ατάλαντους • | ατάλαντες • | ατάλαντα • |
vocative | ατάλαντε • | ατάλαντη • | ατάλαντο • | ατάλαντοι • | ατάλαντες • | ατάλαντα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ατάλαντος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ατάλαντος, etc.) |
Related terms
- ταλέντο n (talénto, “talent”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.