ένοικος
See also: ἔνοικος
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἔνοικος (énoikos, “inhabitant”). By surface analysis, έν- (én-) + οίκος (oíkos, “formal term for house”).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈe.ni.kos/ - compare to ενικός (enikós)
- Hyphenation: έ‧νοι‧κος
Noun
ένοικος • (énoikos) m or f (plural ένοικοι)
Declension
For masculine:
declension of ένοικος
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ένοικος • | ένοικοι • | |
genitive | ένοικου •, ενοίκου • | ένοικων •, ενοίκων • | |
accusative | ένοικο • | ένοικους •, ενοίκους • | |
vocative | ένοικε • | ένοικοι • | |
Second forms are formal. |
For feminine:
declension of ένοικος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ένοικος • | ένοικοι • |
genitive | ενοίκου • | ενοίκων • |
accusative | ένοικο • | ενοίκους • |
vocative | ένοικε • | ένοικοι • |
Related terms
- ανοίκιαστος (anoíkiastos, “unrented”, adjective)
- ενοικιάζω (enoikiázo, “I rent, hire”) / νοικιάζω (noikiázo)
- ενοικίαση f (enoikíasi, “renting”)
- ενοικίαση αυτοκινήτων f (enoikíasi aftokiníton, “car rental”)
- ενοικιαστήριο n (enoikiastírio, “rental advertisement, rental agreement”)
- ενοικιαστής m (enoikiastís, “hirer, tenant”), ενοικιάστρια f (enoikiástria)
- ενοίκιο n (enoíkio, “hire charge, rental”) / νοίκι (noíki)
- νοικάρης m (noikáris, “hirer, tenant”), νοικάρισσα f (noikárissa) (informal)
- νοίκιασμα n (noíkiasma, “renting”)
- also see: νοικοκύρης m (noikokýris) & related terms
- ξενοικιάζω (xenoikiázo)
- ξενοίκιαστος (xenoíkiastos, “unrented”, adjective)
- υπενοικιάζω (ypenoikiázo, “sublet”)
- υπενοικίαση f (ypenoikíasi, “subletting”)
- υπενοικιαστής m (ypenoikiastís), υπενοικιάστρια f (ypenoikiástria)
Further reading
- ένοικος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.