ενικός
See also: ἑνικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /e.niˈkos/
- Hyphenation: ε‧νι‧κός
Adjective
ενικός • (enikós) m (feminine ενική, neuter ενικό)
Usage notes
- Usually substantivised (see #Noun).
Declension
Declension of ενικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενικός • | ενική • | ενικό • | ενικοί • | ενικές • | ενικά • |
genitive | ενικού • | ενικής • | ενικού • | ενικών • | ενικών • | ενικών • |
accusative | ενικό • | ενική • | ενικό • | ενικούς • | ενικές • | ενικά • |
vocative | ενικέ • | ενική • | ενικό • | ενικοί • | ενικές • | ενικά • |
Noun
ενικός • (enikós) m (usually uncountable, plural ενικοί)
- (grammar) singular
- Μερικά ουσιαστικά έχουν μόνο ενικό.
- Meriká ousiastiká échoun móno enikó.
- Some nouns have singular only (are inflected only in the singular).
- Στους φίλους μου μιλάω στον ενικό ― Stous fílous mou miláo ston enikó ― I speak in the singular to my friends.
- Ας μιλήσουμε στον ενικό! ― As milísoume ston enikó! ― Let's speak in the singular! (informally).
Usage notes
For the informal and friendly usage of the singular in Modern Greek, see εσύ (esý, “you”) as T-form
Declension
Antonyms
- πληθυντικός m (plithyntikós, “plural”)
Further reading
- ενικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.