ἄργυρος

Ancient Greek

Etymology

From Proto-Indo-European *h₂erǵ-. Cognates include Mycenaean Greek 𐀀𐀓𐀫 (a-ku-ro), Latin argentum, Sanskrit अर्जुन (árjuna) and Old Armenian արծաթ (arcatʻ). See also ἀργός (argós, white, bright) and ἄργυφος (árguphos, white, shining).

Pronunciation

 

Noun

ᾰ̓́ργῠρος • (árguros) m (genitive ᾰ̓ργῠ́ρου); second declension (Epic, Attic, Ionic, Koine)

  1. silver
  2. money

Inflection

Derived terms

  • ἀργυράγχη (arguránkhē)
  • ἀργυραμοιβός (arguramoibós)
  • ἀργυράνθρωπος (arguránthrōpos)
  • ἀργυράσπιδες (arguráspides)
  • ἀργυράφιον (arguráphion)
  • ἀργυρένδετος (arguréndetos)
  • ἀργύρεος (argúreos)
  • ἀργυρευτική (argureutikḗ)
  • ἀργυρεύω (argureúō)
  • ἀργυρηλάτης (argurēlátēs)
  • ἀργυρήλατος (argurḗlatos)
  • ἀργυρηρός (argurērós)
  • ἀργυρίδιον (argurídion)
  • ἀργυρίζομαι (argurízomai)
  • ἀργυρικός (argurikós)
  • ἀργύριον (argúrion)
  • ἀργύριος (argúrios)
  • ἀργυρίς (argurís)
  • ἀργυρισμός (argurismós)
  • ἀργυρίτης (argurítēs)
  • ἀργυρῖτις (argurîtis)
  • ἀργυρόβιος (arguróbios)
  • ἀργυρογνώμων (argurognṓmōn)
  • ἀργυρογραφία (argurographía)
  • ἀργυροδάμας (argurodámas)
  • ἀργυροδίνης (argurodínēs)
  • ἀργυροειδής (arguroeidḗs)
  • ἀργυρόηλος (arguróēlos)
  • ἀργυροθήκη (argurothḗkē)
  • ἀργυρόθρονος (arguróthronos)
  • ἀργυροθώραξ (argurothṓrax)
  • ἀργυροκόπος (argurokópos)
  • ἀργυροκορίνθιος (argurokorínthios)
  • ἀργυρόκυκλος (argurókuklos)
  • ἀργυρόλιθος (argurólithos)
  • ἀργυρολόγος (argurológos)
  • ἀργυρομιγής (arguromigḗs)
  • ἀργυρόπεζα (argurópeza)
  • ἀργυρόπηχυς (argurópēkhus)
  • ἀργυροποιός (arguropoiós)
  • ἀργυρόπους (argurópous)
  • ἀργυροπράτης (arguroprátēs)
  • ἀργυρόπρυμνον (arguróprumnon)
  • ἀργυρόριζος (argurórizos)
  • ἀργυρόρρυτος (argurórrhutos)
  • ἀργυρορυχή (argurorukhḗ)
  • ἀργυροσκόπος (arguroskópos)
  • ἀργυροστερής (argurosterḗs)
  • ἀργυροταμίας (argurotamías)
  • ἀργυροτέχνης (argurotékhnēs)
  • ἀργυρότοιχος (argurótoikhos)
  • ἀργυρότοξος (argurótoxos)
  • ἀργυροτράπεζα (argurotrápeza)
  • ἀργυροτρύφημα (argurotrúphēma)
  • ἀργυροφάλαρος (argurophálaros)
  • ἀργυροφεγγής (argurophengḗs)
  • ἀργύροφλεψ (argúrophleps)
  • ἀργυροχάλινος (argurokhálinos)
  • ἀργυρόχαλκος (argurókhalkos)
  • ἀργυροχόος (argurokhóos)
  • ἀργυρόχροος (argurókhroos)
  • ἀργυρόω (arguróō)
  • ἀργυρώδης (argurṓdēs)
  • ἀργύρωμα (argúrōma)
  • ἀργυρώνητος (argurṓnētos)
  • ἀργυρωρυχεῖον (argurōrukheîon)
  • λιθάργυρος (lithárguros)
  • ὑδράργυρος (hudrárguros)
  • χρυσάργυρος (khrusárguros)
  • ψευδάργυρος (pseudárguros)

Descendants

  • English: argyr-
  • Greek: άργυρος (árgyros)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.