ωφέλιμος
See also: ὠφέλιμος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὠφέλιμος (ōphélimos).
Pronunciation
- IPA(key): /oˈfe.li.mos/
- Hyphenation: ω‧φέ‧λι‧μος
Declension
Declension of ωφέλιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωφέλιμος • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμοι • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
genitive | ωφέλιμου • | ωφέλιμης • | ωφέλιμου • | ωφέλιμων • | ωφέλιμων • | ωφέλιμων • |
accusative | ωφέλιμο • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμους • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
vocative | ωφέλιμε • | ωφέλιμη • | ωφέλιμο • | ωφέλιμοι • | ωφέλιμες • | ωφέλιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωφέλιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωφέλιμος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωφελιμότερος • | ωφελιμότερη • | ωφελιμότερο • | ωφελιμότεροι • | ωφελιμότερες • | ωφελιμότερα • |
genitive | ωφελιμότερου • | ωφελιμότερης • | ωφελιμότερου • | ωφελιμότερων • | ωφελιμότερων • | ωφελιμότερων • |
accusative | ωφελιμότερο • | ωφελιμότερη • | ωφελιμότερο • | ωφελιμότερους • | ωφελιμότερες • | ωφελιμότερα • |
vocative | ωφελιμότερε • | ωφελιμότερη • | ωφελιμότερο • | ωφελιμότεροι • | ωφελιμότερες • | ωφελιμότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ωφελιμότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωφελιμότατος • | ωφελιμότατη • | ωφελιμότατο • | ωφελιμότατοι • | ωφελιμότατες • | ωφελιμότατα • |
genitive | ωφελιμότατου • | ωφελιμότατης • | ωφελιμότατου • | ωφελιμότατων • | ωφελιμότατων • | ωφελιμότατων • |
accusative | ωφελιμότατο • | ωφελιμότατη • | ωφελιμότατο • | ωφελιμότατους • | ωφελιμότατες • | ωφελιμότατα • |
vocative | ωφελιμότατε • | ωφελιμότατη • | ωφελιμότατο • | ωφελιμότατοι • | ωφελιμότατες • | ωφελιμότατα • |
Synonyms
- (helpful): χρήσιμος (chrísimos)
Related terms
- ωφελιμισμός m (ofelimismós, “utilitarianism”) & related terms
- ωφελιμοκρατία f (ofelimokratía, “utilitarianism”)
- ωφελιμότητα f (ofelimótita, “beneficialness”)
- and see: ωφελώ (ofeló, “benefit, profit”)
Further reading
- ωφέλιμος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.