φωτιστικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /fo.tis.tiˈkos/
Adjective
φωτιστικός • (fotistikós) m (feminine φωτιστική, neuter φωτιστικό)
Declension
Declension of φωτιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φωτιστικός • | φωτιστική • | φωτιστικό • | φωτιστικοί • | φωτιστικές • | φωτιστικά • |
genitive | φωτιστικού • | φωτιστικής • | φωτιστικού • | φωτιστικών • | φωτιστικών • | φωτιστικών • |
accusative | φωτιστικό • | φωτιστική • | φωτιστικό • | φωτιστικούς • | φωτιστικές • | φωτιστικά • |
vocative | φωτιστικέ • | φωτιστική • | φωτιστικό • | φωτιστικοί • | φωτιστικές • | φωτιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φωτιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φωτιστικός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.