φρέσκος
Greek
Adjective
Declension
Declension of φρέσκος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φρέσκος • | φρέσκια • | φρέσκο • | φρέσκοι • | φρέσκες • | φρέσκα • |
genitive | φρέσκου • | φρέσκιας • | φρέσκου • | φρέσκων • | φρέσκων • | φρέσκων • |
accusative | φρέσκο • | φρέσκια • | φρέσκο • | φρέσκους • | φρέσκες • | φρέσκα • |
vocative | φρέσκε • | φρέσκια • | φρέσκο • | φρέσκοι • | φρέσκες • | φρέσκα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φρέσκος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φρέσκος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φρεσκότερος • | φρεσκότερη • | φρεσκότερο • | φρεσκότεροι • | φρεσκότερες • | φρεσκότερα • |
genitive | φρεσκότερου • | φρεσκότερης • | φρεσκότερου • | φρεσκότερων • | φρεσκότερων • | φρεσκότερων • |
accusative | φρεσκότερο • | φρεσκότερη • | φρεσκότερο • | φρεσκότερους • | φρεσκότερες • | φρεσκότερα • |
vocative | φρεσκότερε • | φρεσκότερη • | φρεσκότερο • | φρεσκότεροι • | φρεσκότερες • | φρεσκότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φρεσκότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φρεσκότατος • | φρεσκότατη • | φρεσκότατο • | φρεσκότατοι • | φρεσκότατες • | φρεσκότατα • |
genitive | φρεσκότατου • | φρεσκότατης • | φρεσκότατου • | φρεσκότατων • | φρεσκότατων • | φρεσκότατων • |
accusative | φρεσκότατο • | φρεσκότατη • | φρεσκότατο • | φρεσκότατους • | φρεσκότατες • | φρεσκότατα • |
vocative | φρεσκότατε • | φρεσκότατη • | φρεσκότατο • | φρεσκότατοι • | φρεσκότατες • | φρεσκότατα • |
Related terms
- φρέσκο n (frésko, “fresco painting”)
- φρέσκο κρεμμυδάκι n (frésko kremmydáki, “spring onion”)
- φρεσκοστυμμένος (freskostymménos, “freshly squeezed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.