υποτελής
See also: ὑποτελής
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὑποτελής (hupotelḗs).
Pronunciation
- IPA(key): /i.po.teˈlis/
Adjective
υποτελής • (ypotelís) m (feminine υποτελής, neuter υποτελές)
- subjugated, subordinate (controlled by authority)
- submissive
Declension
Declension of υποτελής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποτελής • | υποτελής • | υποτελές • | υποτελείς • | υποτελείς • | υποτελή • |
genitive | υποτελούς • | υποτελούς • | υποτελούς • | υποτελών • | υποτελών • | υποτελών • |
accusative | υποτελή • | υποτελή • | υποτελές • | υποτελείς • | υποτελείς • | υποτελή • |
vocative | υποτελή • / υποτελής • | υποτελής • | υποτελές • | υποτελείς • | υποτελείς • | υποτελή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποτελής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποτελής, etc.) |
Declension
Further reading
- υποτελής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.