υπονομευτικός
Greek
Adjective
υπονομευτικός • (yponomeftikós) m (feminine υπονομευτική, neuter υπονομευτικό)
- subversive, seditious,
- Synonyms: ανατρεπτικός (anatreptikós), αντικαθεστωτικός (antikathestotikós)
Declension
Declension of υπονομευτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπονομευτικός • | υπονομευτική • | υπονομευτικό • | υπονομευτικοί • | υπονομευτικές • | υπονομευτικά • |
genitive | υπονομευτικού • | υπονομευτικής • | υπονομευτικού • | υπονομευτικών • | υπονομευτικών • | υπονομευτικών • |
accusative | υπονομευτικό • | υπονομευτική • | υπονομευτικό • | υπονομευτικούς • | υπονομευτικές • | υπονομευτικά • |
vocative | υπονομευτικέ • | υπονομευτική • | υπονομευτικό • | υπονομευτικοί • | υπονομευτικές • | υπονομευτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπονομευτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπονομευτικός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.