υπερτιμημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of υπερτιμώμαι (ypertimómai), passive voice of υπερτιμώ (ypertimó, “to overestimate”). Morphologically, υπερ- (yper-, “hyper-”) + τιμημένος (timiménos, “honoured literally: of value”).
Pronunciation
- IPA(key): /i.peɾ.ti.miˈme.nos/
- Hyphenation: υ‧περ‧τι‧μη‧μέ‧νος
Participle
υπερτιμημένος • (ypertimiménos) m (feminine υπερτιμημένη, neuter υπερτιμημένο)
Declension
Declension of υπερτιμημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπερτιμημένος • | υπερτιμημένη • | υπερτιμημένο • | υπερτιμημένοι • | υπερτιμημένες • | υπερτιμημένα • |
genitive | υπερτιμημένου • | υπερτιμημένης • | υπερτιμημένου • | υπερτιμημένων • | υπερτιμημένων • | υπερτιμημένων • |
accusative | υπερτιμημένο • | υπερτιμημένη • | υπερτιμημένο • | υπερτιμημένους • | υπερτιμημένες • | υπερτιμημένα • |
vocative | υπερτιμημένε • | υπερτιμημένη • | υπερτιμημένο • | υπερτιμημένοι • | υπερτιμημένες • | υπερτιμημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερτιμημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερτιμημένος, etc.) |
Antonyms
- υποτιμημένος (ypotimiménos, “underestimated”)
Coordinate terms
- ανισότιμος (anisótimos, “of unequal value, etc”)
Related terms
- υπέρτιμος m (ypértimos, “something of extreme value”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.