υπεριώδης
Greek
Etymology
From υπερ- (yper-, “ultra”) + ιώδης (iódis, “violet”), calque of French ultraviolet.
Pronunciation
- IPA(key): /i.pe.ɾiˈo.ðis/
Declension
Declension of υπεριώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεριώδης • | υπεριώδης • | υπεριώδες • | υπεριώδεις • | υπεριώδεις • | υπεριώδη • |
genitive | υπεριώδους • | υπεριώδους • | υπεριώδους • | υπεριωδών • | υπεριωδών • | υπεριωδών • |
accusative | υπεριώδη • | υπεριώδη • | υπεριώδες • | υπεριώδεις • | υπεριώδεις • | υπεριώδη • |
vocative | υπεριώδη • / υπεριώδης • | υπεριώδης • | υπεριώδες • | υπεριώδεις • | υπεριώδεις • | υπεριώδη • |
- υπεριώδης ακτινοβολία ― yperiódis aktinovolía ― ultraviolet radiation
Further reading
- υπεριώδης - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- υπεριώδης ακτινοβολία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.