υπέρυθρος
Greek
Declension
Declension of υπέρυθρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέρυθρος • | υπέρυθρη • | υπέρυθρο • | υπέρυθροι • | υπέρυθρες • | υπέρυθρα • |
genitive | υπέρυθρου • | υπέρυθρης • | υπέρυθρου • | υπέρυθρων • | υπέρυθρων • | υπέρυθρων • |
accusative | υπέρυθρο • | υπέρυθρη • | υπέρυθρο • | υπέρυθρους • | υπέρυθρες • | υπέρυθρα • |
vocative | υπέρυθρε • | υπέρυθρη • | υπέρυθρο • | υπέρυθροι • | υπέρυθρες • | υπέρυθρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρυθρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρυθρος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.