υπαρξιακός
Greek
Declension
Declension of υπαρξιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπαρξιακός • | υπαρξιακή • | υπαρξιακό • | υπαρξιακοί • | υπαρξιακές • | υπαρξιακά • |
genitive | υπαρξιακού • | υπαρξιακής • | υπαρξιακού • | υπαρξιακών • | υπαρξιακών • | υπαρξιακών • |
accusative | υπαρξιακό • | υπαρξιακή • | υπαρξιακό • | υπαρξιακούς • | υπαρξιακές • | υπαρξιακά • |
vocative | υπαρξιακέ • | υπαρξιακή • | υπαρξιακό • | υπαρξιακοί • | υπαρξιακές • | υπαρξιακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπαρξιακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπαρξιακός, etc.) |
Related terms
- see: υπαρξισμός m (yparxismós, “existentialism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.