υλισμικό
Greek
Noun
υλισμικό
• (
ylismikó
)
n
(
plural
υλισμικά
)
(
computing
)
hardware
Declension
declension of υλισμικό
case
\
number
singular
plural
nominative
υλισμικό
•
υλισμικά
•
genitive
υλισμικού
•
υλισμικών
•
accusative
υλισμικό
•
υλισμικά
•
vocative
υλισμικό
•
υλισμικά
•
See also
λογισμικό
n
(
logismikó
,
“
software
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.