υλικός
See also: ὑλικός
Greek
Etymology
(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
Pronunciation
- IPA(key): /i.liˈcos/
- Hyphenation: υ‧λι‧κός
Adjective
υλικός • (ylikós) m (feminine υλική, neuter υλικό)
- material, physical
- Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι ο υλικός μας πλούτος δεν θα διατηρηθούν επ’ άπειρον από μόνα τους.
- Eínai kairós na syneiditopoiísoume óloi óti o ylikós mas ploútos den tha diatirithoún ep’ ápeiron apó móna tous.
- It's high time we realised that our material wealth won't last forever.
Declension
Declension of υλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικός • | υλική • | υλικό • | υλικοί • | υλικές • | υλικά • |
genitive | υλικού • | υλικής • | υλικού • | υλικών • | υλικών • | υλικών • |
accusative | υλικό • | υλική • | υλικό • | υλικούς • | υλικές • | υλικά • |
vocative | υλικέ • | υλική • | υλικό • | υλικοί • | υλικές • | υλικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υλικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υλικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικότερος • | υλικότερη • | υλικότερο • | υλικότεροι • | υλικότερες • | υλικότερα • |
genitive | υλικότερου • | υλικότερης • | υλικότερου • | υλικότερων • | υλικότερων • | υλικότερων • |
accusative | υλικότερο • | υλικότερη • | υλικότερο • | υλικότερους • | υλικότερες • | υλικότερα • |
vocative | υλικότερε • | υλικότερη • | υλικότερο • | υλικότεροι • | υλικότερες • | υλικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υλικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικότατος • | υλικότατη • | υλικότατο • | υλικότατοι • | υλικότατες • | υλικότατα • |
genitive | υλικότατου • | υλικότατης • | υλικότατου • | υλικότατων • | υλικότατων • | υλικότατων • |
accusative | υλικότατο • | υλικότατη • | υλικότατο • | υλικότατους • | υλικότατες • | υλικότατα • |
vocative | υλικότατε • | υλικότατη • | υλικότατο • | υλικότατοι • | υλικότατες • | υλικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.