τρομοκρατημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of τρομοκρατούμαι (tromokratoúmai), passive voice of τρομοκρατώ (“terrorise”).
Pronunciation
- IPA(key): /tɾo.mo.kɾa.tiˈme.nos/
- Hyphenation: τρο‧μο‧κρα‧τη‧μέ‧νος
Participle
τρομοκρατημένος • (tromokratiménos) m (feminine τρομοκρατημένη, neuter τρομοκρατημένο)
- terrorised (UK), terrorized (US)
- terrofied, intimidated
Declension
Declension of τρομοκρατημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τρομοκρατημένος • | τρομοκρατημένη • | τρομοκρατημένο • | τρομοκρατημένοι • | τρομοκρατημένες • | τρομοκρατημένα • |
genitive | τρομοκρατημένου • | τρομοκρατημένης • | τρομοκρατημένου • | τρομοκρατημένων • | τρομοκρατημένων • | τρομοκρατημένων • |
accusative | τρομοκρατημένο • | τρομοκρατημένη • | τρομοκρατημένο • | τρομοκρατημένους • | τρομοκρατημένες • | τρομοκρατημένα • |
vocative | τρομοκρατημένε • | τρομοκρατημένη • | τρομοκρατημένο • | τρομοκρατημένοι • | τρομοκρατημένες • | τρομοκρατημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τρομοκρατημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τρομοκρατημένος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.