τελικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek τελικός (telikós), from τέλος (télos) + -ικός (-ikós).
Adjective
Declension
Declension of τελικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τελικός • | τελική • | τελικό • | τελικοί • | τελικές • | τελικά • |
genitive | τελικού • | τελικής • | τελικού • | τελικών • | τελικών • | τελικών • |
accusative | τελικό • | τελική • | τελικό • | τελικούς • | τελικές • | τελικά • |
vocative | τελικέ • | τελική • | τελικό • | τελικοί • | τελικές • | τελικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τελικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τελικός, etc.) |
Synonyms
- ύστατος (ýstatos, “final”)
- έσχατος (éschatos, “furthest, last, most extreme”)
Related terms
- σίγμα τελικό n (sígma telikó, “final sigma”)
See also
- τελευταίος (teleftaíos)
Declension
Derived terms
- μεγάλος τελικός m (megálos telikós, “cup final, big final”)
- μικρός τελικός m (mikrós telikós, “small final”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.