συγχρονισμός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek συγχρονισμός (sunkhronismós, “agreement of time”) < Ancient Greek συγχρονίζω (sunkhronízō)[1] and semantic loan from French synchronisation and simultanéité.[2]
Pronunciation
- IPA(key): /siŋ.xɾo.niˈzmos/
- Hyphenation: συγ‧χρο‧νι‧σμός
Noun
συγχρονισμός • (synchronismós) m (plural συγχρονισμοί)
- synchronization, synchronism
- τέλειος συγχρονισμός ― téleios synchronismós ― perfect synchronization, perfect timing
Declension
declension of συγχρονισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συγχρονισμός • | συγχρονισμοί • |
genitive | συγχρονισμού • | συγχρονισμών • |
accusative | συγχρονισμό • | συγχρονισμούς • |
vocative | συγχρονισμέ • | συγχρονισμοί • |
Antonyms
- ασυγχρονισμός (asynchronismós)
Related terms
- συγχρονίζω (synchronízo), συγχρονίζομαι (synchronízomai)
- and see: σύγχρονος (sýnchronos), συν (syn), and χρόνος (chrónos)
References
- s.v. σύγχρονος - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
- συγχρονισμός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.