στυμμένος
Greek
Alternative forms
- στειμμένος (steimménos) (linguistically informed spelling)
- στιμμένος (stimménos) (rare spelling)
- See notes
Pronunciation
- IPA(key): /stiˈme.nos/
- Hyphenation: στυμ‧μέ‧νος
Declension
Declension of στυμμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στυμμένος • | στυμμένη • | στυμμένο • | στυμμένοι • | στυμμένες • | στυμμένα • |
genitive | στυμμένου • | στυμμένης • | στυμμένου • | στυμμένων • | στυμμένων • | στυμμένων • |
accusative | στυμμένο • | στυμμένη • | στυμμένο • | στυμμένους • | στυμμένες • | στυμμένα • |
vocative | στυμμένε • | στυμμένη • | στυμμένο • | στυμμένοι • | στυμμένες • | στυμμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στυμμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στυμμένος, etc.) |
Derived terms
- φρεσκοστυμμένος (freskostymménos, “freshly squeezed”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.