σκασμένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /skaˈzme.nos/
- Hyphenation: σκα‧σμέ‧νος
Declension
Declension of σκασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκασμένος • | σκασμένη • | σκασμένο • | σκασμένοι • | σκασμένες • | σκασμένα • |
genitive | σκασμένου • | σκασμένης • | σκασμένου • | σκασμένων • | σκασμένων • | σκασμένων • |
accusative | σκασμένο • | σκασμένη • | σκασμένο • | σκασμένους • | σκασμένες • | σκασμένα • |
vocative | σκασμένε • | σκασμένη • | σκασμένο • | σκασμένοι • | σκασμένες • | σκασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκασμένος, etc.) |
Antonyms
- άσκαστος (áskastos, “unbroken”)
Related terms
- σκαστός (skastós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.