σεύτελον

Pontic Greek

Etymology

Inherited from Ancient Greek σεῦτλον (seûtlon), the Attic form of τεῦτλον (teûtlon).

Noun

σεύτελον (séftelon) n (plural σεύτελα)

  1. chard (Beta vulgaris subsp. vulgaris)

Derived terms

  • σευτελένο̤ς (seftelénös)
  • σευτελέσ̌' (sefteléš')
  • σευτέλης (seftélis)
  • σευτελίτζα (seftelítza)
  • σευτελόπον (seftelópon)
  • σεύτελος (séftelos)
  • σευτελόσπορον (seftelósporon)
  • σευτελωσύνα̤ (seftelosýnä)
  • σευτελωτός (seftelotós)
  • σευτελορρίζ' (seftelorríz')

Descendants

  • Turkish: seftila Rize

References

  • The template Template:R:pnt:Kousis:1928 does not use the parameter(s):
    1=σεύτελον
    Please see Module:checkparams for help with this warning.
    Κούσης, Ελευθέριος Τ. (1928) “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 1, Athens, page 116 of 97–120
  • Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “σεύτελον”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 814a
  • Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 53
  • Ιωαννίδης, Σάββας (1870) Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (in Greek), Κωνσταντινούπολις: Τυπογρ. Ι. Α. Βρετού, page κθʹ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.