πυώδης
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek πυώδης (puṓdēs)[1]
Pronunciation
- IPA(key): /piˈo.ðis/
- Hyphenation: πυ‧ώ‧δης
Adjective
πυώδης • (pyódis) m (feminine πυώδης, neuter πυώδες)
- purulent
- 1956, Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος:
- Τον είδα σα στοιχειό ξερασμένο με αηδία απ' τα έγκατα της γης, εγωκεντρικό και ματαιόδοξο, μ' ένα κομμάτι σίδερο στη θέση της καρδιάς· με πυώδη λύμφη στις αρτηρίες, αντι για αίμα·[...]
- Ton eída sa stoicheió xerasméno me aïdía ap' ta égkata tis gis, egokentrikó kai mataiódoxo, m' éna kommáti sídero sti thési tis kardiás; me pyódi lýmfi stis artiríes, anti gia aíma;[...]
- (please add an English translation of this quotation)
Declension
Declension of πυώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πυώδης • | πυώδης • | πυώδες • | πυώδεις • | πυώδεις • | πυώδη • |
genitive | πυώδους • | πυώδους • | πυώδους • | πυώδων • | πυώδων • | πυώδων • |
accusative | πυώδη • | πυώδη • | πυώδες • | πυώδεις • | πυώδεις • | πυώδη • |
vocative | πυώδη • / πυώδης • | πυώδης • | πυώδες • | πυώδεις • | πυώδεις • | πυώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πυώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πυώδης, etc.) |
References
- πυώδης - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.