πρωκτικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾoktiˈkos/
- Hyphenation: πρωκ‧τι‧κός
Adjective
πρωκτικός • (proktikós) m (feminine πρωκτική, neuter πρωκτικό)
Declension
Declension of πρωκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρωκτικός • | πρωκτική • | πρωκτικό • | πρωκτικοί • | πρωκτικές • | πρωκτικά • |
genitive | πρωκτικού • | πρωκτικής • | πρωκτικού • | πρωκτικών • | πρωκτικών • | πρωκτικών • |
accusative | πρωκτικό • | πρωκτική • | πρωκτικό • | πρωκτικούς • | πρωκτικές • | πρωκτικά • |
vocative | πρωκτικέ • | πρωκτική • | πρωκτικό • | πρωκτικοί • | πρωκτικές • | πρωκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρωκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρωκτικός, etc.) |
Related terms
- πρωκτός n (proktós, “anus”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.