προϊών
Greek
Etymology
From Ancient Greek προϊών (proïṓn), present active participle of From Ancient Greek πρόειμι (próeimi, “I advance, I continue”), from πρό (pró, “forward”) + εἶμι (eîmi, “I go”).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾoiˈon/
- Hyphenation: προ‧ϊ‧ών
- Homophone: προϊόν (proïón)
Adjective
προϊών • (proïón) m (feminine προϊούσα, neuter προϊόν)
- (medicine) progressive, gradual, advancing (increasing in severity)
- προϊούσα πνευμονία ― proïoúsa pnevmonía ― progressive pneumonia
- προϊούσα γενική παράλυση ― proïoúsa genikí parálysi ― progressive general paralysis
- progress, increasing, mounting
- προϊούσα εξέλιξη ― proïoúsa exélixi ― progress
Declension
Declension of προϊών
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προϊών • | προϊούσα • | προϊόν • | προϊόντες • | προϊούσες • | προϊόντα • |
genitive | προϊόντος • | προϊούσας • / προϊούσης • | προϊόντος • | προϊόντων • | προϊουσών • | προϊόντων • |
accusative | προϊόντα • | προϊούσα • | προϊόν • | προϊόντες • | προϊούσες • | προϊόντα • |
vocative | προϊών • | προϊούσα • | προϊόν • | προϊόντες • | προϊούσες • | προϊόντα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προϊών, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προϊών, etc.) |
Derived terms
- προϊόν n (proïón, “product, commodity”)
- προϊόντος του χρόνου (proïóntos tou chrónou, “with the passing of time”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.