προφυλακτικός
Greek
Alternative forms
- προφυλαχτικός (profylachtikós)
Adjective
προφυλακτικός • (profylaktikós) m (feminine προφυλακτική, neuter προφυλακτικό)
Declension
Declension of προφυλακτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προφυλακτικός • | προφυλακτική • | προφυλακτικό • | προφυλακτικοί • | προφυλακτικές • | προφυλακτικά • |
genitive | προφυλακτικού • | προφυλακτικής • | προφυλακτικού • | προφυλακτικών • | προφυλακτικών • | προφυλακτικών • |
accusative | προφυλακτικό • | προφυλακτική • | προφυλακτικό • | προφυλακτικούς • | προφυλακτικές • | προφυλακτικά • |
vocative | προφυλακτικέ • | προφυλακτική • | προφυλακτικό • | προφυλακτικοί • | προφυλακτικές • | προφυλακτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προφυλακτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προφυλακτικός, etc.) |
Related terms
- see: προφύλαξη f (profýlaxi, “protection, guard”)
Further reading
- προφυλακτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.