προλεταριακός
Greek
Adjective
προλεταριακός • (proletariakós) m (feminine προλεταριακή, neuter προλεταριακό)
Declension
Declension of προλεταριακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προλεταριακός • | προλεταριακή • | προλεταριακό • | προλεταριακοί • | προλεταριακές • | προλεταριακά • |
genitive | προλεταριακού • | προλεταριακής • | προλεταριακού • | προλεταριακών • | προλεταριακών • | προλεταριακών • |
accusative | προλεταριακό • | προλεταριακή • | προλεταριακό • | προλεταριακούς • | προλεταριακές • | προλεταριακά • |
vocative | προλεταριακέ • | προλεταριακή • | προλεταριακό • | προλεταριακοί • | προλεταριακές • | προλεταριακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προλεταριακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προλεταριακός, etc.) |
Related terms
- προλεταριάτο n (proletariáto, “proletariat”)
- προλετάριος m (proletários, “proletarian, prole”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.