πολύχρωμος
Greek
Adjective
πολύχρωμος • (polýchromos) m (feminine πολύχρωμη, neuter πολύχρωμο)
Declension
Declension of πολύχρωμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολύχρωμος • | πολύχρωμη • | πολύχρωμο • | πολύχρωμοι • | πολύχρωμες • | πολύχρωμα • |
genitive | πολύχρωμου • | πολύχρωμης • | πολύχρωμου • | πολύχρωμων • | πολύχρωμων • | πολύχρωμων • |
accusative | πολύχρωμο • | πολύχρωμη • | πολύχρωμο • | πολύχρωμους • | πολύχρωμες • | πολύχρωμα • |
vocative | πολύχρωμε • | πολύχρωμη • | πολύχρωμο • | πολύχρωμοι • | πολύχρωμες • | πολύχρωμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολύχρωμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολύχρωμος, etc.) |
Antonyms
- άχρωμος (áchromos, “colourless”)
Related terms
- πολυχρωμία f (polychromía, “colourfulness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.