παλιρροιακός
Greek
Adjective
παλιρροιακός • (palirroiakós) m (feminine παλιρροιακή, neuter παλιρροιακό)
Declension
Declension of παλιρροιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παλιρροιακός • | παλιρροιακή • | παλιρροιακό • | παλιρροιακοί • | παλιρροιακές • | παλιρροιακά • |
genitive | παλιρροιακού • | παλιρροιακής • | παλιρροιακού • | παλιρροιακών • | παλιρροιακών • | παλιρροιακών • |
accusative | παλιρροιακό • | παλιρροιακή • | παλιρροιακό • | παλιρροιακούς • | παλιρροιακές • | παλιρροιακά • |
vocative | παλιρροιακέ • | παλιρροιακή • | παλιρροιακό • | παλιρροιακοί • | παλιρροιακές • | παλιρροιακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παλιρροιακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παλιρροιακός, etc.) |
Synonyms
- παλιρροϊκός (palirroïkós, “tidal”)
Related terms
- see: παλίρροια f (palírroia, “tide”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.