οργανικός
Greek
Declension
Declension of οργανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οργανικός • | οργανική • | οργανικό • | οργανικοί • | οργανικές • | οργανικά • |
genitive | οργανικού • | οργανικής • | οργανικού • | οργανικών • | οργανικών • | οργανικών • |
accusative | οργανικό • | οργανική • | οργανικό • | οργανικούς • | οργανικές • | οργανικά • |
vocative | οργανικέ • | οργανική • | οργανικό • | οργανικοί • | οργανικές • | οργανικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οργανικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οργανικός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.